- εξερείδω
- ἐξερείδω (Α) [ερείδω]1. στηρίζω, υποστηρίζω («ἐξέρειδέ μου βάσιν τρέμουσαν», Λουκ.)2. ενισχύω(«ἐξερείδει ἀτονίαν σώματος»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξέρεισις — ἐξέρεισις, η (Α) [εξερείδω] στήριξη … Dictionary of Greek
εξέρεισμα — ἐξέρεισμα, το (Α) [εξερείδω] το στήριγμα … Dictionary of Greek
ερείδω — (Α ἐρείδω) στηρίζω, ακουμπώ, υποστηρίζω νεοελλ. 1. κωπηλατώ με όλη μου τη δύναμη 2. ναυτ. φρ. έρειδε παράγγελμα που δίνεται στους κωπηλάτες τής πολεμικής λέμβου 3. (μέσ. και παθ.) ερείδομαι στηρίζομαι, βασίζομαι, έχω πεποίθηση («ερείδομαι στη… … Dictionary of Greek
προσεξερείδομαι — Α στηρίζομαι πάνω σε κάποιον ή σε κάτι («ὁπότε πεσόντες βουληθεῑεν ἢ τοῑς γόνασιν ἢ ταῑς χερσὶ προσεξερείσασθαι πρὸς τὴν ἐξανάστασιν», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐξερείδω «στηρίζω, υποστηρίζω»] … Dictionary of Greek